O Κωσταλέξης ή το Κωσταλέξι, είναι πεδινό χωριό της Στερεάς Ελλάδας, στην Περιφερειακή Ενότητα Φθιώτιδας. Βρίσκεται σε υψόμετρο 120 μέτρων και σύμφωνα με την πιο πρόσφατη απογραφή έχει 275 μόνιμους κατοίκους. Αυτό σημαίνει ότι θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να γνωρίζεις για την ύπαρξή του χωρίς να είχες καταγωγή από εκείνα τα μέρη. Ωστόσο, πολλές φορές η μοίρα παίζει παράξενα παιχνίδια και στην περίπτωση του συγκεκριμένου χωριού συνδυάζεται αρμονικά με τη φράση: «Καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά το όνομα».
Όλη η χώρα γνωρίζει το «Κωσταλέξι» και αυτό οφείλεται σε μια ανατριχιαστική υπόθεση που έλαβε χώρα εκεί. Μια υπόθεση που θα μπορούσε άνετα να γίνει επεισόδιο true crime σειράς του Netflix. Επίκεντρο της ιστορίας, μια γυναίκα στην οποία δεν δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να ζήσει. Μάλιστα, η περίπτωσή της έφερε στο προσκήνιο τη συζήτηση για την ψυχική υγεία χρόνια πριν γίνει must!
Η αρχή της ιστορίας
Για να πιάσουμε τα πράγματα από την αρχή θα πρέπει να μεταφερθούμε πίσω στο μακρινό 1978. Τον Νοέμβριο εκείνης της χρονιάς, ένας άγνωστος τηλεφωνεί στις αρχές και υποστηρίζει ότι στο χωριό Κωσταλέξι Φθιώτιδας, οικογένεια κρατά μια γυναίκα κλειδωμένη στο ισόγειο του σπιτιού της. Οι συνθήκες διαβίωσής της περιεγράφηκαν ως «άθλιες», με αναφορές και σε βασανιστήρια.
Λίγες μέρες αργότερα και πιο συγκεκριμένα στις 6/11, εμφανίζονται στο χωριό άνδρες της Χωροφυλακής, ένας εισαγγελέας και μαζί τους αρκετοί δημοσιογράφοι που είχαν πληροφορηθεί σχετικά με την υπόθεση. Όπως αναφέρει ο Πάνος Σόμπολος στο βιβλίο του: «Τα τραγικά γεγονότα της τελευταίας τριακονταπενταετίας όπως τα έζησα», τα ΜΜΕ ενημερώθηκαν μέσω Αστυνομικών πηγών. Οι ντόπιοι σε δηλώσεις τους ανέφεραν πως υπήρξε ένας υπερβάλοντας ζήλος από τους αστυνομικούς -ίσως και λόγω της παρουσίας των media.
Η έρευνα στο σπίτι της οικογένειας ήταν εξονυχιστική και οδήγησε σε μια κλειδωμένη πόρτα. Αυτή με τη σειρά της οδηγούσε σε έναν χώρο που χρησιμοποιούνταν ως αποθήκη. Ανοίγοντας, ήρθαν αντιμέτωποι με μια έντονη δυσοσμία. Μπαίνοντας στον βρώμικο χώρο σοκαρίστηκαν. Στη γωνία του δωματίου είδαν μια γυμνή γυναίκα. Ήταν σε άθλια κατάσταση. Δεν φαινόταν τρομαγμένη, πιο πολύ σαστισμένη. Φορούσε ένα σακί για μπλούζα -ήταν κομμένος ο πάτος του- και προσπαθούσε να απαντήσει ψελλίζοντας σε όσα τη ρωτούσαν εισαγγελέας και αστυνομικοί. Παράλληλα, έκανε προσπάθειες να αποφύγει το φως και τα βλέμματα.
Το θύμα και η οικογένεια

Η Ελένη Καρυώτη (47 ετών), βγαίνοντας από το δωμάτιο θα ερχόταν σε επαφή με τον έξω κόσμο για πρώτη φορά έπειτα από 29 χρόνια!
Για σχεδόν τρεις δεκαετίες ήταν κλεισμένη εκεί μέσα, δίπλα σε εργαλεία και μηχανήματα, κάνοντας την ανάγκη της στον ίδιο χώρο όπου έτρωγε, κοιμόταν και ουσιαστικά ζούσε.
Ο Ευθύμης, η Μαρία και η Ολυμπία Καρυώτη, δηλαδή τα αδέρφια της, αρχικά υποστήριξαν πως δεν γνώριζαν τίποτα. Όπως είναι φυσικό δεν έπεισαν τις αρχές και συνελήφθησαν.
Φυσικό ήταν επίσης και το σούσουρο που δημιουργήθηκε στη μικρή κοινωνία του χωριού. Με το όνομα του ανθρώπου που έκανε την καταγγελία να παραμένει άγνωστο, άρχισαν να ακούγονται διάφορες φήμες. Αυτή που επικρατούσε είναι πως η υπόθεση είχε πολιτικό υπόβαθρο. Λίγους μήνες πριν είχαν πραγματοποιηθεί δημοτικές εκλογές και το αποτέλεσμα στην περιοχή ήταν οριακό. Έτσι -πάντα σύμφωνα με τις φήμες-, κάποιος που ήθελε να κάνει κακό στην εικόνα των εκλεγμένων διοικούντων προχώρησε στη συγκεκριμένη καταγγελία.
Μπορεί σήμερα να μας φαίνεται αστείο, όμως, μην ξεχνάμε ότι μόλις λίγα χρόνια μετά την πτώση της Χούντας τα πράγματα ήταν ακόμη πολύ ρευστά στο πολιτικό προσκήνιο. Επίσης, κάτι που θα συναντήσουμε ξανά στην ιστορία, τα σημάδια του εμφυλίου ήταν ακόμη εμφανή στην κοινωνία.
Η στάση των ΜΜΕ

Εκείνη την περίοδο υπήρχε μόνο η δημόσια τηλεόραση. Οι εκπομπές και τα δελτία ειδήσεων της εποχής όμως, δεν έδειχναν μεγάλο ενδιαφέρον για τέτοιου είδους υποθέσεις. Τις κάλυπταν χωρίς πολλά – πολλά. Το ακριβώς αντίθετο ίσχυε για τις εφημερίδες, που έστελναν απεσταλμένους στο χωριό και γέμιζαν αμέτρητες σελίδες με κείμενα τα οποία ανέλυαν κάθε λεπτομέρεια -αληθινή ή όχι- της υπόθεσης.
Εκτός της Ελένης, θύματα του Τύπου έπεσαν και τα αδέρφια της. Οι δημοσιογράφοι είχαν προχωρήσει σε «λαϊκά δικαστήρια» βγάζοντας πόρισμα πριν η υπόθεση φτάσει στις πραγματικές δικαστικές αίθουσες. Αξίζει να αναφέρουμε πως οι γονείς τους είχαν φύγει από τη ζωή λίγα χρόνια πριν και πιο συγκεκριμένα το 1973.
Η δημοσιογραφική δεοντολογία είχε πάει «βόλτα» και έτσι βλέπαμε κάθε είδους τραγελαφικό δημοσίευμα. Δεν ήταν λίγες οι εφημερίδες που προσέγγισαν την υπόθεση με «κίτρινη» απόχρωση. Έκαναν λόγο για εγκλεισμό έπειτα από ερωτική σχέση της κοπέλας με κουμουνιστή δάσκαλο όταν ήταν ακόμη ανήλικη, για «πολλά παλικάρια που την ήθελαν», για τον «βασιλόφρονα πατέρα της» και άλλα σαχλά. Η κατάσταση είχε ξεφύγει. Η οικογένεια Καρυώτη και ολόκληρη η τοπική κοινωνία είχαν κυληθεί στις «λάσπες». Κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Μέσα στα χρόνια έχουν ακουστεί πολλά. Ότι η τοπική κοινωνία γνώριζε και δεν μίλαγε -κατά πάσα πιθανότητα αυτό ισχύει-, πως ήξεραν για την υπόθεση και οι αρχές αλλά δεν επενέβαιναν μέχρι να υπάρξει σχετική καταγγελία.
Ήταν όμως υπαίτιοι για όλα αυτά τα αδέρφια της Ελένης; Η αλήθεια, όπως συμβαίνει πολύ συχνά, βρίσκεται κάπου στη μέση και για να το αποδείξουμε αυτό θα πάμε σε μια ακόμη αρχή.
Τα πρώτα χρόνια της Ελένης
Οι ιατροί είχαν προειδοποιήσει τη μητέρα της πως υπήρχε μεγάλη πιθανότητα το παιδί να γεννηθεί με νοητικά προβλήματα. Η ίδια, όντας θρήσκα και με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης, αποφάσισε να κρατήσει το παιδί και να μην προχωρήσει στην κίνηση «σοκ» για την εποχή.
Την έκτρωση.
Το αποτέλεσμα φαινόταν να τη δικαιώνει. Η Ελένη ήταν καλή μαθήτρια και είχε αρχίσει να μαθαίνει δίπλα σε μια μοδίστρα τη δουλειά. Ωστόσο, άρχισε να παρουσιάζει κάποια έντονα ψυχολογικά προβλήματα. Σύμφωνα με τα αδέρφια της αυτά ξεκίνησαν όταν έγινε μάρτυρας -ως παιδί- σε κάποια βίαια περιστατικά.
Όπως αναφέραμε και πριν, ο εμφύλιος άφησε το στίγμα του στην περιοχή και η μικρή Ελένη είχε δει με τα μάτια της βασανιστήρια και θανάτους. Δεν μπορούμε βέβαια να γνωρίζουμε αν αυτές οι εικόνες δημιούργησαν τα προβλήματα που παρουσίασε.
Με τον καιρό η κατάσταση της χειροτέρευσε και έτσι ο πατέρας της αποφάσισε να την πάει σε έναν γιατρό. Σε μια εποχή που το ζήτημα της ψυχικής υγείας δεν υπήρχε στη δημόσια συζήτηση, η πρώτη επίσκεψη ήταν σε Παθολόγο. Αυτός τους παρέπεμψε σε ψυχίατρο και τελικά η Ελένη βρέθηκε στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Δαφνί.
Για το επόμενο διάστημα επισκεπτόταν την κόρη του και συνειδητοποίησε πως οι συνθήκες που επικρατούσαν στο «Δαφνί» ήταν κακές. Έτσι αποφάσισε να πάρει την Ελένη πίσω στο σπίτι. Μπορεί όλο αυτό να παρουσιάζει μια δόση ειρωνείας, γνωρίζοντας όσα ακολούθησαν, όμως, θεώρησε πως θα ήταν καλύτερο να βρίσκεται κοντά στην οικογένειά της.
Ο δημοσιογράφος Γιώργος Οικονομέας -ο οποίος είχε καλύψει την υπόθεση για λογαριασμό της εφημερίδας Ελευθεροτυπία– είχε αναφέρει ότι τα υπόλοιπα αδέρφια δεν παντρεύτηκαν ποτέ. Μοναδικός σκοπός της ζωής τους ήταν να την προσέχουν. Σε συνέντευξη που έδωσε, είπε ότι ο πατέρας απειλούσε με την «κατάρα» του σε περίπτωση που την εγκατέλειπαν. Κάτι που χαρακτήρισε ως «μαχαιριά στην καρδιά» για έναν αγράμματο άνθρωπο της εποχής -και μάλιστα από την επαρχία.
Ακούγεται πως το 1975 η Ελένη είχε βγει για μια και μοναδική φορά από το σπίτι, ώστε να παραστεί στο γλέντι γάμου ενός συγγενικού προσώπου. Ωστόσο, δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία για να επιβεβαιωθεί αυτό.
Τα ΜΜΕ και το «τσίρκο» που έστησαν

Ας επιστρέψουμε όμως στον Νοέμβριο του 1978. Η Ελένη μεταφέρεται στο νοσοκομείο της Λαμίας. Εκεί την επισκέπτονται δημοσιογράφοι και προσπαθούν να της αποσπάσουν δηλώσεις. Η ίδια δείχνει καλύτερα, το προσωπικό την έχει πλύνει, την έχει κουρέψει και της κάνουν τις απαραίτητες εξετάσεις.
Έχει αρχίσει να μιλάει -με δυσκολία- αλλά δεν δίνει πειστικές απαντήσεις. Όσοι της μίλησαν λένε πως μπορούσε άνετα κάποιος να την κατευθύνει ώστε να του πει όσα ο ίδιος θέλει να ακούσει. Χαρακτηριστικό ήταν πως σε ερώτηση σχετικά με την ηλικία της, απάντησε πως είναι 18 ετών! Έπειτα από τη Λαμία, όπου η κατάσταση θύμιζε λίγο «τσίρκο» με αρκετό κόσμο -άσχετο και μη- να έχει πρόσβαση στο δωμάτιο, η Ελένη μεταφέρεται στην Αθήνα και πιο συγκεκριμένα στο «Αιγινήτειο». Οι ιατροί έχουν ήδη αρχίσει να αντιλαμβάνονται τα σοβαρά θέματα ψυχικής υγείας που αντιμετώπιζε.
Τα αδέρφια της είχαν συλληφθεί και προφυλακιστεί. Όπως ανέφεραν, είχαν λάβει ρητή εντολή από τον πατέρα τους να μην στείλουν ποτέ την Ελένη σε νοσοκομείο. «Αν πάει σε νοσοκομείο θα πεθάνει μέσα σε έναν μήνα», φαίνεται να τους είχε πει για να τους φοβίσει. Ο ίδιος βέβαια, σύμφωνα με μαρτυρίες κατοίκων του χωριού, είχε προσπαθήσει να βρει πολλές φορές τη λύση μέσω ιατρών και ψυχιατρικών κλινικών.
Ωστόσο, η Ελένη πάντα επέστρεφε σπίτι.
Ευθύμης, Μαρία και Ολυμπία, φαινόντουσαν να έχουν αποδεχθεί ως πραγματικότητα πως η αδερφή τους θα πέθαινε αν πήγαινε σε νοσοκομείο. Έτσι, συνέχισαν την οικογενειακή «παράδοση» του εγκλεισμού. Υποστήριξαν μάλιστα ότι η Ελένη ήταν χαρούμενη και έτρωγε 2-3 φορές τη μέρα.
Εκείνες τις μέρες εξέδωσε μια ανακοίνωση και ο δάσκαλος που υποτίθεται πως είχε συνάψει σχέση μαζί της. Αυτή δημοσιεύτηκε στην τοπική εφημερίδα Κωσταλεξίτικα Νέα.
«Ουδεμία σχέση έχω με τα αναγραφέντα και διαψεύδω κατηγορηματικά σαν αναληθή τα όσα γράφτηκαν γύρω από το άτομό μου από οποιαδήποτε πηγή και αν προέρχονται», έγραφε μεταξύ άλλων. Συμπληρώνοντας ότι την εποχή που επισκεπτόταν το χωριό ο ίδιος ήταν 13-14 ετών και όχι ενήλικας.
Το δικαστήριο

Έρχεται η στιγμή της δίκης με τις κατηγορίες να είναι βαρύτατες. Αρπαγή, σκοπούμενη βαριά σωματική κάκωση και έκθεση σε κίνδυνο σε βαθμό κακουργήματος. Αξίζει να αναφέρουμε ότι κατά τη διάρκεια της μετάβασης τους στο Αστυνομικό Τμήμα Λαμίας είχαν προπηλακιστεί.
Περίπου δύο χρόνια αργότερα, όμως, το κλίμα έχει αλλάξει.
Στο κακουργιοδικείο βρίσκονται άνθρωποι του χωριού οι οποίοι καταθέτουν ως μάρτυρες υπεράσπισης. Επίσης, υπέρ των κατηγορουμένων χρησιμοποιούνται και δημοσιεύματα της εποχής. Η απόφαση είναι ομόφωνη. Τα αδέρφια κρίνονται αθώα και η δικαστική αίθουσα κατακλύζεται από τις κραυγές και τα χειροκροτήματα των συγχωριανών τους. Τα ημερολόγια στους τοίχους έδειχναν ότι ήταν Πέμπτη 10 Ιανουαρίου του 1980.
Η αδερφή τους βρισκόταν πλέον στη Ψυχιατρική Κλινική Αθηνών, όμως, στη συνέχεια την πήραν ξανά στο σπίτι. Φαίνεται πως ο φόβος της πατρικής «κατάρας» δεν είχε φύγει από μέσα τους. Βέβαια, οι συνθήκες στις οποίες ζούσε πλέον η Ελένη ήταν πολύ καλύτερες και έδειχνε συνεχώς σημάδια βελτίωσης.
Η ιστορία της έχει ακουστεί σε όλη την Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Δεν ήταν λίγοι οι τουρίστες που βρέθηκαν στο χωριό με σκοπό να βρουν το σπίτι όπου διαδραματίστηκαν όσα έχουμε περιγράψει.
Επίσης, υπήρξε και η μεγάλη αδικία για τους κατοίκους του Κωσταλέξι – οι οποίοι, σύμφωνα με τον Πάνο Σόμπολο ήταν πάντα πρόθυμοι να βοηθήσουν με πληροφορίες τους δημοσιογράφους και τις αρχές.
Κάθε υπόθεση ακούσιου εγκλεισμού έκτοτε, αναφέρεται από τον τύπο ως «Κωσταλέξι». Σαν να έχει δώσει το όνομά του σε αυτή την απάνθρωπη πράξη. «Κωσταλέξι στη Δράμα», «Κωσταλέξι στη Θεσσαλονίκη», διαβάζουμε μέχρι και σήμερα για παρόμοιες υποθέσεις.
Η μυστηριώδης εξαφάνιση της Ελένης
Θα έλεγε κανείς ότι όσα είχαν συμβεί θα ήταν αρκετά για να κλείσει αυτή η υπόθεση. Δυστυχώς, όμως, η τελευταία πράξη του δράματος δεν είχε παιχτεί ακόμη.
Ήταν μια μέρα του 1998, κατά τη διάρκεια της οποίας έγινε αισθητή η εξαφάνισή της. Τα αδέρφια δεν μπορούσαν να τη βρουν όταν της πήγαν φαγητό στον χώρο όπου έμενε. Μέσα σε λίγες ώρες κινητοποιήθηκε όλο το χωριό και οι αρχές. Για εβδομάδες έψαχναν σε κάθε πιθανό σημείο όπου θα μπορούσε να έχει πάει αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Για ακόμη μια φορά η μικρή κοινωνία έκανε το «καθήκον» της σε ό,τι αφορά τις φήμες. «Πήγε να μονάσει σε μοναστήρι» έλεγαν κάποιοι. Άλλοι ισχυριζόντουσαν ότι «την απήγαγαν για να πουλήσουν τα όργανά της». Το πιο πιθανό σενάριο βέβαια, ήταν το να βρέθηκε σε κάποιο δύσβατο σημείο και να μην κατάφερε να επιστρέψει ή να τραυματίστηκε και να άφησε την τελευταία της πνοή εκεί. Μέχρι και σήμερα πάντως παραμένει στα Αστυνομικά αρχεία ως εξαφανισμένη.
Τι απέγινε η Ελένη;
Αυτό το ερώτημα μάλλον δεν θα απαντηθεί ποτέ. Ειδικά με την πάροδο του χρόνου να αλλοιώνει μαρτυρίες, στοιχεία και ανθρώπους. Ακόμη κι αν υποθέσουμε πως έφυγε για να μονάσει ή για να μείνει κάπου αλλού, το πιο πιθανό είναι πως θα έχει «φύγει» λόγω ηλικίας –σήμερα θα ήταν 94 ετών. Από την άλλη, αν είχε πεθάνει δεν θα γινόταν τελικά γνωστό; Δεν θα ενημέρωνε κάποιος την οικογένειά της;
Ποιος ξέρει;
Όπως και να’ χει, η ιστορία της παραμένει ζωντανή και σοκάρει μέχρι σήμερα. True crime podcasts, εκπομπές και άρθρα έχουν ασχοληθεί μαζί της.
Δυστυχώς, όμως, η εξιλέωση δεν ήρθε ποτέ και αυτή η ιστορία δεν είχε ένα χαρούμενο τέλος.
Και για να το θέσουμε καλύτερα, δεν είχε καν τέλος.
Ίσως το να ξεχαστεί θα είναι ό,τι καλύτερο έχει συμβεί για όσους ενεπλάκησαν σε αυτή.